Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Λεμεσιανά αφηγήματα-Παλιά κτίρια με ιστορία


                                
Το δεύτερο μέρος από μια σειρά δημοσιεύματων που ο Πάνος Φασουλιώτης δημοσίευσε σε συνέχειες  στην εφημερίδα του, Παρατηρητής από τις 26 Νοεμβρίου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 1959 υπό τον τίτλο «Λεμεσιανά αφηγήματα-παληά κτίρια με ιστορία» ξετυλίγεται η ιστορία αυτού του δρόμου αλλά και άλλες σημαντικές πληροφορίες για τη Λεμεσό, Θα τα δούμε λοιπόν κι εμείς σε συνέχειες, διατηρώντας το ύφος γραφής και την ορθογραφία τους και θα σχολιάζουμε εκεί και όπου χρειάζεται:
Η σημερινή οδός Δημήτρη Μητρόπουλου, παλιότερα «οδός Αγοράς», είναι από τις αρχαιότερες οδούς της Λεμεσού, γνωστή παλιότερα και ως «ο δρόμος με τις καμάρες»  που κατέληγε στην «Πλατεία της Κουνναπιάς». Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων φθάνοντας μέχρι τον μεσαίωνα. Ο δρόμος αυτός με την τόσο βαριά ιστορία και σημασία για την πόλη επιλέγηκε πρόσφατα να φιλοξενήσει μιας αμφιβόλου αξίας και σοβαρότητας «τουριστική ατραξιόν, τον…  «δρόμο της δόξας».

                                           Μέρος δεύτερο

«ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ  ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΑΖΕ ΤΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 
 Οι Μέρικοι λοιπόν με το μικρό, γραφικό και σκιερό δασύλλιο και το καφενεδάκι, ήταν το πιο κεντρι­κό, εξ αιτίας των εκεί κυβερνητικών Γραφείων και Διοικητηρίου, μέρος, τής πρωινής ιδίως ζωής της Λεμεσού, μιας πόλεως που κατά μήκος επεκτεινόταν από την Αρναουτογειτονιά και Γέφυραν Τεσσάρων Φαναριών, προς Δυσμάς κ' έφθανε προς Ανατολάς ως την Φραγκοκκλησιά, μ' επίκεντρο την Αγιάναπα. Τα πέραν τής Εκκλησιάς των Κα­θολικών σπίτια ήταν α­ραιά. Κτίστηκε αργότερα το σπίτι τού Αγαθοκλή Φραγκούδη, σημερινό Μαντοβάνη και ο στίβος τού ΓΣΟ. Ο Δημόσιος Κήπος ήταν, προτού τον μεταβάλη ο Σώζος σε ωραίο υγιεινό πνεύμονα, ένας μαζόκαμπος, ιδιοκτησία θαρρώ του Πισκοπιανού μ. Χρυσοστομίδη και πάπ­που του συμπολίτου μας Δημοτικού Συμβούλου κ. Ηρακλή Μιχαηλίδη. Στο κέντρο τού απέραντου αυτού κάμπου και εκεί α­κριβώς πούναι τα φοινικόδενδρα και οι σημερινές θαυμάσιες τεχνητές λιμνίτσες, που τες ομορφαίνουν, με την παρουσία τους, κύκνοι και πάπιες υπήρχε ένα εκτεταμένο έλος, εστία κουνουπιών και πηγή ελωδών  πυρετών.
«Παρακάτω, κοντά στην Τζιαμούδαν
πούναι ο πευκόφυ­τος
Κήπος τού Αλλάχ, υπήρχαν και αραιά
  φτωχόσπιτα.»
Προς βορράν, επεκτει­νόταν ως το Κομισαριάτο, όπου υπήρχαν οι πρώτες με την κατοχή παρράκες πούταν στρατονισμένες, πριν κτισθούν οι καταυλισμοί Πολεμιδίων, οι δύο  και πέραν χιλιάδες Αγγλικού και, Ινδικού στρατού. Σήμερα είναι στην σειρά ομοιό­μορφα σπιτάκια ιδιοκτησία, της Κας Κρυσταλλίας Π. Παυλίδη. Παρακάτω,  κοντά στην Τζιαμούδαν πούναι ο πευκόφυ­τος Κήπος τού Αλλάχ, υπήρχαν και αραιά  φτωχόσπιτα. Πιο πέρα, γύρω στη σημερινή Πλατεία Η­ρώων, ήταν ο Τουρκομαχαλλάς  των καλούμενων Kεσόγληδων. Προς βορράν η περβόλα τού Βοντιτσιάνου, όπου είναι σήμερα ο Εθνικολαϊκός Σύλ­λογος, το θερινό Ριάλτο και που έφθανε ως την οδό Γλάδστωνος όπου βρί­σκεται το θερινό Κινημα­τοθέατρο «Αλάμπρα». Υ­πήρχαν και μερικά σπι­τάκια κοντά στην μικρή εκκλησιά τής Χρυσοροϊα­τίσσης, με συνέχεια το περβόλι τού Παπουή.
Ας επανέλθουμε όμως στην περιγραφή τής περιφερείας των Μέρικων τού παραλιακού αυτού κέντρου με την μεγάλη πρωινή κίνηση. Πέρα από το εν λόγω κέντρον και βορεινά των Κυβερνητ. Γραφείων, ήταν οι καμάρες με τες επί Τουρκοκρατίας στρατιωτικές εκεί αποθήκες και την βάσι  ενός κανονιού  που η Τουρ­κική Κυβέρνησι το έστησε για άμυνα τής πόλεως από πειρατικές επιθέσεις. Τον καιρό τής Ελληνικής επανάστασης του 1821 όπως και εις άλλην προ ολίγου καιρού, αφήγησι μου έγραψα, ένα εξοπλισμένο ελληνικό μπρίκι που τυχαία περνούσε από την παραλία μας, με μια δυό κανονιές το κατάστρεψε σκοτώνοντας μαζί και ένα μαύρο φημισμένο τούρκο κανονιέρη.
Στην θέσι πούναι σήμερα η Β΄ Δημοτική Αγορά ήταν η πλατεία τής Κουνναπιάς. Το όνομα αυτό το πήρε από ένα θεώρατο δένδρο- κουνναπιά- που υψωνόταν στο κέντρο τής πλατείας και που κάτω στην παχειά του σκιά και τα γύ­ρω πεζοδρομία βρίσκονταν τραπεζάκια  λαϊκών καφε­νείων. Εκεί, πούναι σή­μερα σιδεράδικα, άρχιζε το περιτοίχισμα τής μεγάλης Δημοτικής αγοράς.
 «Πιο πέρα, γύρω στη σημερινή Πλατεία Η­ρώων, ήταν ο Τουρκομαχαλλάς  των καλούμενων Kεσόγληδων.» Σκίτσο (1932) της περιοχής των Κεσόγληδων, του λεμεσιανού γλύπτη Χρυσόστομου Περδίου.
Υπήρχε και δευτέρα πολύ μικρότερη. Αυτή βρισκόταν στην οδό Αγίου Ανδρέου. Εκεί πούναι τώρα το μπακάλικο Μιχαηλίδη (Μεσανοήτη) ήταν η μια είσοδος της και η άλλη στην οδό Ουώλτερ Σένταλ, σημερινό κατάστημα Καλογήρου. Ο μέσα χώρος ήταν πρατήρια λαχανοπωλών και φρουτοπωλών, ως και κρεοπωλών.
Το μεγάλο παντοπωλείο, πούταν εις έκτασι τριπλάσιο τού μικρού, είχε επί­σης δυό εισόδους. Μιαν προς την πλατεία Κουνναπιάς,  πούταν και η κεντρι­κή, και μιαν άλλη προς την οδό Βικτωρίας πούναι σήμερα κομοδρομιά. Σε μια μεριά, προς την νότια πλευρά της πλατείας υπάρχει ένα, με Τούρκο ιδιοκτήτη, καφενείο και απάνωθέ του ένα ημιερειπωμένο μικρό ανωγάκι. Ολόκληρο το άνω και κάτω μέρος, με τον συνεχόμενο ως την καμάρα χώρο, χρησιμοποιείτο τα πρώτα χρόνια της Βρετ. Κατοχής, ως καταυλισμός ενός Σκωτικού Συντάγμα­τος. Στην άνω βορεινήν
 «… και μιαν άλλη προς την
οδό Βικτωρίας πούναι σήμερα
κομοδρομιά»,(σήμερα Ειρήνης).
πλευρά τού ανωγειού και κοντά σ΄ ένα μπαλκονάκι, σωζόνταν ως τελευταία εγχάρακτες  εις σκωτικήν, οι λέξεις: «GUIDHIN RICH». Τες έγραψε κάποιος στρατιώτης και σημαίνουν «God Save the Queen». «Ό Θεός Σώζοι τη Βασίλισσα».
Η μεγάλη αυτή Δημοτι­κή Αγορά εξυπηρετούσε τους κατοίκους των δύο τρίτων και πέραν τής πό­λεως, η δε μικρή τους περί την συνοικίαν Αγίας Τριάδος, Συναχώρι και Παμπούλα, όπως έως τώρα είναι με το όνομα αυτό γνωστή η βορειοανατολι­κή αυτή μεριά τής Λεμεσού. Στην Παμπούλα, σ’ ένα μέρος της  οδού Γλάδστωνος βρέθηκαν πριν 8 χρόνια από εκσκαφή αυλακιού που είχε κάμει το Δημαρχείο  για τοποθέτησι υδροσωλήνων, ειδω­λολατρικής περιόδου τάφοι με ανθρώπινους σκελετούς και χριστιανικής επίσης περιόδου, που ση­μαίνει ότι η αρχαία πόλις της Λεμεσού άρχιζε, όπως κ' ένα παλαιό χρονικό αναφέρει, από την οδό Γλάδστωνος και επε­κτεινόταν προς βορράν ως το σημερινό προάστειο Μέσα Γειτονιά, που την παληά εποχή η τοποθεσία αυτή αποτελούσε συ­νοικία της Λεμεσού. Γι’ αυτό παρέμεινε και το όνομα Μέσα Γειτονιά.
Η συνοικία του Αγίου Νικολάου δημιουργήθηκε κατά τα τελευταία χρόνια. Εκεί ήταν το Νεκροταφείο της πόλεως, που ανηγέρθη  επί Τουρκοκρα­τίας και ανήκε εις την ενορία  Αγ. Νάπας, όπως το κατοπινό, επί Αγγλικής Κατοχής, δημιουργηθέν  τής  Αγ. Ζώνης, α­νήκε στην ενορία Καθο­λικής.
Συνοικία Αγίου Νικο­λάου δεν υπήρχε. Μονάχα στον δρόμο αριστερά πριν φθάσουμε στο Νεκροταφείο βρισκόταν ένα σπήλαιο με μικρό πλάι στην είσοδο του τενεκεδένιό σπιτάκι, πούταν η κατοικία μιας φτωχής συμπαθούς γυναικός. 
Η τότε Λεμεσός με 7 έως 8 χιλ. κατοίκους είχε δυό Δημοτικές αγορές και δυό νεκροταφεία και η σημε­ρινή με 40 έως 45 χιλιά­δες μιάν αγοράν, ένα μι­κρό ομοίωμα αγοράς εις το μέρος  τής πλατείας και ένα νεκροταφείο, Οι  Αγιονικολήτες και Σιναχωρήτες αναγκάζονται καθη­μερινά να διανύουν απόστασι τριών και πέραν μιλίων για να προμηθευθούν τα ψώνια των και τέσσερα μίλια οι Αγιανναπήτες για να κηδεύσουν τους νεκρούς των.
 
«Στην θέσι πούναι σήμερα η Β΄ Δημοτική Αγορά ήταν η πλατεία τής Κουνναπιάς».
Στην γκραβουρα αυτή του 1897, δεξιά η μεγάλη κουνναπιά.
                                                                   Έπεται το τρίτο μέρος



  





  


Λεμεσιανά αφηγήματα-Παλιά κτίρια με ιστορία

Τα κυβερνητικά κτίρια και η γύρω περιοχή όπως περιγράφονται από τον Φασουλιώτη. Τα δένδρα που φαίνονται  είναι οι «Μέρικοι» με την ομώνυμη πλατεία που θα δούμε στη συνεχεία των δημοσιευμάτων.
Η σημερινή οδός Δημήτρη Μητρόπουλου, παλιότερα «οδός Αγοράς» είναι από τις αρχαιότερες οδούς της Λεμεσού, γνωστή παλιότερα και ως ο δρόμος με τις καμάρες. Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων φθάνοντας μέχρι τον μεσαίωνα. Ο δρόμος αυτός με την τόσο βαριά ιστορία και σημασία για την πόλη επιλέγηκε πρόσφατα να φιλοξενήσει μιας αμφιβόλου αξίας και σοβαρότητας «τουριστική ατραξιόν, τον…  «δρόμο της δόξας».
Μέσα από μια σειρά δημοσιεύματα που ο Πάνος Φασουλιώτης δημοσίευσε σε συνέχειες  στην εφημερίδα του, Παρατηρητής από τις 26 Νοεμβρίου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 1959 υπό τον τίτλο «Λεμεσιανά αφηγήματα-παληά κτίρια με ιστορία» ξετυλίγεται η ιστορία αυτού του δρόμου αλλά και άλλες σημαντικές πληροφορίες για τη Λεμεσό, Θα τα δούμε λοιπόν κι εμείς σε συνέχειες, διατηρώντας το ύφος γραφής και την ορθογραφία τους και θα σχολιάζουμε εκεί και όπου χρειάζεται:

                                           Μέρος πρώτο

«ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ  ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΑΖΕ ΤΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 

Το κτίριο, τελωνειακό μέγαρο, κοντά στην μεγάλη  και γηραλαία μας απο­βάθρα, που απετέφρωσε πριν λίγο καιρό η πυρκαϊά και παραμένει τώρα ημιερειπωμένο, έχει κι αυτό, όπως και πολλά άλλα, που τον παληό καιρό βρίσκον­ταν στήν σειρά του κατά μήκος της παραλίας και που το πνεύμα τής προό­δου, και εξελίξεως εξάλει­ψε, την ιστορία του. Κτίστηκε τα δύο πρώτα, μετά την Βρεττανική Κατοχή, χρόνο για την στέγασι όλων γενικά των υπαρ­χόντων τώρα κυβερνητικών τμημάτων. Στον πρώτο και μοναδικό όροφο του, στεγαζόταν το Διοικητήριο, με διοικητήν  τον Μίτσιελ, που παρόμοιον εις μόρφωσι – διπλωματούχος της φιλοσοφίας τού  πανεπιστημίου της  Οξφόρδης και διδάσκαλος των νεαρωτέρων παιδιών της Βασιλίσσης Βικτωρίας με πνευματικήν  καλλιέργεια, αληθινήν  ευγένεια και πραγματικές  διοικητικές ικανότητες, δεν ξανάστειλε  τα κατοπινά χρόνια το υπουργείον Αποικιών στην Κύπρο.
 Χριστόδουλος Χουρμούζιος
Παράπλευρα, στον ίδιο όροφο, ήταν το Κτηματο­λόγιο, το Γραφείο Γεωρ­γίας, που  συχνά το επι­σκεπτόταν και παρέμενε σ αυτό επί αρκετές μέρες ο τότε, κατά τα πρώτα χρόνια της Κατοχής, διευ­θυντής τής Γεωργίας διά­σημος και διεθνούς φήμης  Έλλην γεωπόνος Γεννά­διος. Οι κατά τα πρώτα χρόνια της Κατοχής Βρεττανικές Κυβερνήσεις επιδεί­κνυαν, ως φαίνεται, προς την νέαν των αποικία, την μικράν νήσον μας, κάποιο είδος στοργής κ' ένα ειλι­κρινές ενδιαφέρον για την ανάπτυξι και πρόοδο της,  παρά κατά τα τελευταία αυτά χρόνια. Παρετήρησαν οι επί Ντισραέλυ και Γλάστωνα κυβερνώντες ότι ο τόπος ήταν γεωργικός και ο λαός, στην μεγάλη του πλειονότητα, ελληνι­κός και με ελληνικήν συνείδησι. Ζήτησαν γι αυτό και πέτυχαν από την  Ελ­λάδα την αποστολή στην Κύπρο και τον διορισμό εις θέσιν τμηματαρχών τής Γεωργίας, διασήμων Ελ­λήνων επιστημόνων, ως ήτο ο Γεννάδιος, ο διαδεχθείς αυτόν Φούμης και κατόπιν θαρρώ ο Σαρακωμένος αμφότεροι εξ ίσου διακεκριμένοι επιστήμονες. Αργότερα, σαν από σχε­δίου, αποφασίστηκε η σκόπιμα, από γεωργικής απόψεως, προγραμματι­σμένη πισωδρόμησι του τόπου, με τον διορισμό, σ ένα τόσον μεγάλης και ζωτικής σημασίας κρατικόν τμήμα, βρεττανών αδαών και ανεπιστημόνων τες περισσότερες φορές.
Ας κλείσω όμως την παρένθεσι που άνοιξα, για να περικλείσω θλιβερά ι­στορικά γεγονότα μιας πε­ριόδου, που όπως όλοι ελπίζω και εύχομαι να τερματι­σθή προ της λήξεως του παρόντος χρόνου και ας συνεχίσω την περί του κατεδαφισθέντος κτιρίου αφήγησι μου.
Στο κατώγειο, στεγάζον­ταν οι αίθουσες του Δικαστηρίου, του Ταχυδρομείου και Τελωνείου. Οι παλαιοί θα θυμούνται τον τρόπο πού γινόταν η δια­νομή των επιστολών. Τό­τε, στην εποχή που αναφέρομαι, ιδιαίτερα ταχυδρομικά  κιβώτια δεν υπήρχαν. Ο διευθυντής, που ήταν πάντα άγγλος και στην τοτινή δική μας εποχή  ήτο κάποιος κύριος Σμίθ πούχε μάθει καλά τα ελληνικά, με το προ­σωπικό του, φώναζαν με­γαλόφωνα τα αναγραφό­μενα επί των επιστολών ονόματα και ο ενδιαφερό­μενος αφού απαντούσε: Ε­δώ, του διδόταν το γράμ­μα. Ο πληθυσμός ήτο πο­λύ ολίγος, 7   έως 8 χιλιά­δες και όλα  σχεδόν τα ολίγα πρόσωπα πούχαν εξωτερική  και εσωτερικήν ταχυδρομικήν αλληλογρα­φία, γνωστά στους υπαλ­λήλους. Εάν κανένας από την επαρχία τύχανε να έχη γράμμα στο όνομα του, πράγμα σπανιώτατο, του υπεβάλλοντο, πριν του παραδοθή, σχετικές ερευ­νητικές ερωτήσεις ή του εζητείτο η παρουσία γνω­στού προσώπου που θα διεπίστωνε την ταυτότητα του.
Παράπλευρα τού εν λό­γω κτιρίου όπου είναι τώ­ρα οι τελωνειακές αποθή­κες, πριν κτισθούν, υπήρ­χε ένα δασωμένο σκιερό μέρος. Το επιλεγέν για φύτευσι στόν τόπο αυτό δένδρο ήταν το γνωστό με το όνομα Μέρικοι. Ένα είδος που ευδοκιμεί κον­τά στην θάλασσα και αναζωογονείται από την αρ­μύρα και την πνοή της. Κάτω από την παχειά σκιά των υπήρχαν τραπεζάκια και καρέκλες τού μοναδι­κού εκεί  καφενείου Ριαλά. Στην άλλη, την ανατολι­κή πλευρά του δασυλ­λίου, ήταν σε απλά χαμη­λά πλινθόκτιστα δωμάτια, στεγασμένα τα δικηγορι­κά γραφεία. Παράπλευρα σχεδόν τού καφενείου, Ρια­λά, ήταν το γραφείο του αειμνήστου Χριστόδουλου Σώζου, τού ήρωα Δημάρ­χου Λεμεσού και πιο πέ­ρα, πίσω ακριβώς  σ΄ ένα ανώγειο, που επί Τουρκοκρατίας  χρησίμευε ως Διοι­κητήριο, το ναυτιλιακό γρα­φείο τού αειμν. Σπύρου Αραούζου, κατοπινού επί­σης Δημάρχου Λεμεσού. Πιο πέρα, αντικρύ  στο
Η οδός Κουμανδαρίας
μέρος που η οδός. Κουμανδαρίας βγαίνει  στην παραλιακή οδό Σπύρου Αραούζου, υπήρχε ένα χα­μηλό ανωγάκι κτισμένο άνωθε μεγάλης καμάρας που  κάτωθε της ήταν αμ­μουδιά και τες τρικυμι­σμένες μέρος τα. κύματα την πλημμύριζαν φθάνον­τας εις τον δρόμο. Στο ανωγάκι αυτό στεγάσθη­κε η πρώτη Κυπριακή Ατ­μοπλοϊκή Εταιρεία, που διάθετε δυό ατμόπλοια που έκαμναν το εβδομαδιαίο τακτικό τους εις Αίγυπτο δρομολόγιο, με  τακτικές προσεγγίσεις εις  Πόρτ-Σάΐδ και Αλεξάνδρεια. Πλοίαρχος τού ενός εξ αυτών, θαρρώ τής «Κύπρου», ήτο ο εκ της νήσου Κά­σος καταγόμενος καπετάν Μιχάλης; Πρώην πλοίαρ­χος ιδιοκτήτου ιστιοφόρου και αδελφός τού δημοφιλέστατου,  τήν εποχή εκείνη στην πόλι και επαρχία μας; Διακεκριμένου  γιατρού και ποιητού Διαγκουση, πατρός της συμπολίτιδος μας Κας Θάλειας Γαλανίδη, διευθυντού τής Εταιρείας Κομβίων. Ο γραμματέας τής πρώτης και τελευταίας αυτής Λεμεσιανής Ναυτιλιακής επιχειρήσεως, ήτο ο κ. Χριστόδουλος Χουρμούζιος, δευτερότοκος υιός τού  Άρχοντος Πρωτοψάλτου αειμν. Στυλιανού Χουρμουζίου. Μετά την διάλυσι τής εν λόγω εταιρείας, ο Χουρμούζιος ανέλαβε την διεύθυνσι τής εφημε­ρίδος τού πατρός του «Σάλπιγγας». Ο Χριστόδουλος Χουρμούζιος είναι από πολλών τώρα ετών εγκατεστημένος εις Λονδίνο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπηρέτησε ως Γραμματεύς τής εκεί Ελ­ληνικής Πρεσβείας. Τού­τον διαδέχθηκε, στην διεύθυνσι τής αρχαιότατης ι­στορικής αυτής Εφημερί­δος τής Λεμεσού, ο νεώ­τερος αδελφός του κ. Ευ­ριπίδης Χουρμούζιος, πα­τέρας τού σημερινού διευθυντού τής εγκρίτου Α­θηναϊκής εφημερίδος «Καθημερινή» κ. Αιμιλίου Χουρμουζίου διακεκριμένου δια­νοουμένου.»

Έπεται το δεύτερο μέρος





  





Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

«Αναμνήσεις από την περασμένην πνευματικήν Λεμεσόν»


Μέρος δεύτερο

 Δεύτερο (και τελευταίο) μέρος που ο Νικόλαος Κλ. Λανίτης (1872-1958) δημοσίευσε, στο τεύχος ΙΕ  του 1950, στο κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό  «ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» το οποίο  εκδιδόταν από το 1934 μέχρι το 1956. Ένα σημαντικό όπως είπαμε για τη Λεμεσό και τους πνευματικούς της ανθρώπους, άρθρο του επιφανούς πνευματικού αυτού τέκνου της.
Πολυσχιδής και πολυσύνθετη προσωπικότητα, όπως γράψαμε και στο πρώτο μέρος, μια από τις μεγαλύτερες του 20ου αιώνα σ αυτή την πόλη, έζησε τη σύγχρονη ιστορία της και συνέβαλε δραστικά στη περήφανη διαμόρφωση της.
Επιφανής δικηγόρος, δημοτικός σύμβουλος, βουλευτής, εθνικός αγωνιστής, εθελοντής στους βαλκανικούς πολέμους, αθλητοπατέρας κυριολεκτικά και μεταφορικά,( υπήρξε από τους ιδρυτές του ΓΣΟ και πρόεδρος του για πολλά χρόνια, πατέρας της μεγαλύτερης κυπρίας αθλήτριας Δομνίτσας  Λανίτου), εκ των πρωτεργατών της λαϊκής εξέγερσης των Οκτωβριανών του 1931, εκτοπίστηκε στην επαρχία και εξορίστηκε στη συνέχεια στην Ελλάδα. Συγγραφέας πολλών επιστημονικών και ιστορικών βιβλίων για την Κύπρο και τη Λεμεσό.
Στο κείμενο του στα  «Κυπριακά Γράμματα» περιγράφει με γλαφυρότητα και μεγάλη συντομία αλλά  και χιούμορ, την πνευματική ζωή της Λεμεσού  από την Αγγλοκρατία μέχρι  τις πρώτες δεκαετίες του  20ου αιώνα, όπως την έζησε και ο ίδιος αλλά και συνέβαλε όπως είπαμε στη διαμόρφωση της:

«Διακεκριμένοι άνθρωποι του πνεύματος της παλαιάς Λεμεσιανής εποχής ήσαν οι Φραγκούδηδες. Ο Ευρυβιάδης Φραγκούδης εθεωρείτο στυλίστ της ε­ποχής εκείνης.  Ήταν ανταποκριτής της «Κλειούς» και κατόπιν της «Ημέρας» της Τεργέστης, θαυμάσιος χειριστής της παλαιάς καθαρευούσης. Είχαν επιδρά­σει επί του ύφους του οι Βυζάντιοι, ο Αλέξανδρος και ο Αναστάσιος. Είχαν τότε δι’ αυτού ακουσθή αι πρώται κραυγαί κατά της Αγγλικής διοικήσεως. Εξέδωκε και δίτομον εγχειρίδιον Ιστορίας και Χωρογραφίας της Κύπρου. Απέθανεν άγαμος εις την Αίγυπτον.
Αδελφός του Ευρυβιάδου ήταν ο άλλος θαυμάσιος τύπος της εποχής, γλωσσομαθής και λόγιος, ο Σωκράτης Φραγκούδης, βουλευτής Λεμεσού, του οποίου  ωραία ανέκδοτα εδημοσίευσα εις την «Έλλην. Δημιουργίαν» της 15ης Νοεμβρίου. Πατήρ του αξιομνήστου συγγραφέως, μαχητικού δημοσιογράφου, πολιτευόμενου και λογίου, ιδρυτού της Παντείου Σχολής, Γεωργίου Σ. Φραγκούδη.
Ιωάννης Καραγεωργιάδης

-Μεταξύ του πνευματικού κόσμου της παλαιάς Λεμεσού ήταν και ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο εθνικός ποιητής της Κύπρου. Έχουν πολλά γραφή δια τον εμπνευσμένον εθνικόν βάρδον.  Αξία λόγου είναι η περί αυτού μελέτη σημερινού λογίου της Λεμεσού, του κ. Παπαγγέλου, και δημοσιεύματα και μελέται του κ. Ιντιάνου και άλλων. Και πρέπει ακόμη να μελετηθή. Πολλαί του εμπνεύσεις, τας οποίας είχε πίνων κρασί εις το καφενείον του Καπαρά, είναι άξιαι μεγά­λων ποιητών. Αληθινά ποιητικά αριστουργήματα.
Μέσα στους παλαιούς Λεμεσιανούς λογίους ενθυμούμαι τον πρώτον μου δασκαλόν, τον Γεώργιον Μαληκίδην, χρηματίσαντα και αυτόν βουλευτήν Λε­μεσού. Εξεπροσώπει δια της γλώσσης τον βραδύν ρυθμόν της εποχής. Καλο-κτενισμένη καθαρεύουσα με μακροσκελείς ατέλειωτους προτάσεις. Ενάρετος άνθρωπος. Ήτο συλλογόπληκτος. Ο ιδρυτής της γηραιάς «Ισότητος», εις την οποίαν με σεβασμόν ατενίζω την εικόνα του. Και πόσα δεν ενθυμούμαι επει­σόδια των νεανικών μου χρόνων συνδεόμενα με την πολυλογίαν του και την λεπτολόγον εξονύχισιν των πάντων. Έζη τότε εις την Λεμεσόν μια ευφυής φυσιογνωμία της εποχής, την οποίαν οι νεώτεροι απελαμβάναμεν. Σπινθηρο­βόλος χιουμοριστής, ο Γεώργιος Μορίδης, πατήρ του ηθοποιού και
  Γεώργιος Μορίδης
πενθερός του επιφανούς συνθέτου Σόλωνος Μιχαηλίδου. Ό Μαληκίδης είχε καλέσει γενικήν συνέλευσιν προς «τροποποίησιν άρθρων τινών του καταστατικού χάρτου της Ισότητος». Είμεθα με τον Μενάρδον και είδαμεν τον Μορίδην μεταξύ του ακροατηρίου. «Προοιωνίζομαι τα βέλτιστα», μου λέγει ο Μενάρδος, και έτσι επήγαμεν και ημείς. «Κύριοι, λέγει μεταξύ άλλων ο Μαληκίδης, το άρθρον πρέπει να τροποποιηθή. Το άρθρον λέγει ότι ο προσφέρων λίρας πέντε είναι δωρητής, ο προσφέρων λίρας δέκα ευεργέτης και ο προσφέρων λίρας είκοσι μέγας ευεργέτης της « Ισότητος». Αλλά τότε πώς θα ωνομάζετο εκείνος που θα προσέφερε λίρας 100 ή500, ή και 1000;»
Και ο Μορίδης εγειρόμενος της θέσεως του, υπό τα περίεργα βλέμματα των παρεστώτων, φωνάζει με την βαρειάν του φωνήν: «Μέγας παράφρων, κύριε πρόεδρε». Δεν ήτο δυνατόν να προχώρηση η συνέλευσις και διελύθη.
 Ανδρέας Θεμιστοκλέους
Ήταν ευρύς ο κύκλος των λογίων της Λεμεσού της περασμένης γενεάς. Μεταξύ αυτών δύο διακεκριμένοι ιατροί. Ο Γεώργιος Διαγκούσης και ο Ιωάννης Καραγεωργιάδης. Ο πρώτος εδημοσίευσεν εκλεκτά ποιήματα εις την δημοτικήν.  Ένα, το ποίημα εις το παιδί του, που πέθανε φοιτητής στας Αθήνας, είχε εξαιρετικόν λυρισμόν και εδημοσιεύθη και ανεδημοσιεύθη. Και ως γλώσσα και ως ρυθμός και ως περιεχόμενον δεν ήτο καθόλου σύνηθες. Ο Καραγεωργιάδης εξέδωκε και ποιήματα και ειδύλλια εις υπερκαθαρεύουσαν. Ιατρός και επί έτη δήμαρχος Λεμεσού άφινε τας εργασίας του, εκλείετο εις το φαρμακείον του και έγραφε στίχους. Μόνον το γεγονός τούτο ήτο χαρακτηριστικόν της τότε πνευματικής κινήσεως. Φυσιογνωμία της παλαιάς πνευματικής Λεμεσού ήταν η Πολυξένη Λοϊζιάς. Μαθήτρια της Σαπφούς Λεοντιάδος (Λεοντιάς, εξ ού και το Λοϊζιάς) της Κων­σταντινουπόλεως: ήταν ίσως η πρώτη πνευματική γυναίκα της νεωτέρας Κύ­πρου.  Έγραψεν, εξέδωκεν, εδημοσίευσεν, απήγγειλε πολλά: Ποιήματα, θού­ρια, ειδύλλια. Μερικά ποιήματα έχουν εμπνεύσεις, όπως το προς την Μαρίαν την Συγκλητικήν.  Ένα ποίημα προς τον «Ναύαρχον Μιαούλην» το πολεμικόν σκάφος, είναι ενθουσιώδες και απηγγέλλετο τότε εδώ. Ως προς τα ειδύλλια, τα χαρακτηρίζει ένας λόγος του Μενάρδου: «Φράσιν δεν βρήκα τραγικήν εν­τός του ειδυλλίου, παρά μονάχα αυτήν εδώ: «Τιμάται σελινίου».
Πάντως η Πολυξένη Λοϊζιάς εδίδαξε καρποφόρως ως διευθύντρια του Παρθεναγωγείου δύο γενεάς Λεμεσιανών γυναικών.
Επί κεφαλής όλης της πνευματικής και πολιτικής ζωής της παλαιάς Λε­μεσού ήταν η αδρά εκείνη φυσιογνωμία του διδασκάλου του γένους Ανδρέου Θεμιστοκλέους, που εδίδαξε δύο Κυπριακάς γενεάς τα
Πολυξένη Λοϊζιάς
Ελληνικά γράμματα και την Ελληνικήν αρετήν. Την ώραν αυτήν την ιστορικήν, που η Ελλάδα αυτή εδώ του Νότου καλείται να σταθή απάνω στο βάθρον των εθνικών της δι­καίων για να πη εις τους σκληρούς ξένους και τον κόσμον ολόκληρον ότι μισεί την δουλείαν και απαιτεί να ζήση ελεύθερη, η σκέψις όλων μας ας στραφή ευγνώμων προς ένα των κυριοτέρων θεμελιωτών του βάθρου αυτού, τον Ανδρέαν Θεμιστοκλέους. Καταθέτω εις την ιεράν του μνήμην τα βαθύτατα σέβη μου.

 Έτσι έγραψα προχείρως όσα ήλθαν στον νουν μου από την περασμένην Λεμεσόν. Σκόρπια φύλλα απάνω στην περασμένη ζωή.  Αν ο θεός μου χαρίση ακόμη λίγα χρόνια, ίσως να μπορέσω ν' ασχοληθώ περισσότερον με τον πνευματικόν κόσμον της γενεθλίου μου πόλεως και να παρουσιάσω την περα­σμένην πνευματικήν και πολιτικήν της ζωήν ως ζηλευτόν παράδειγμα μιμή­σεως. Η παράδοσις που μας έσωσε χιλιάδες τώρα χρόνια ας καθοδηγή και τώρα τα βήματα μας μέσα στον δρόμον των πεπρωμένων μας, που τον φωτίζει άσβεστον το αθάνατον Ελληνικόν πνεύμα.»



    
  
  
    









 «Φράσιν δεν βρήκα τραγικήν εν­τός του ειδυλλίου, παρά μονάχα αυτήν εδώ: «Τιμάται σελινίου».


«Αναμνήσεις από την περασμένην πνευματικήν Λεμεσόν»


Μέρος πρώτο
 Ο Ν.Κλ. Λανίτης εθελοντής
στους Βαλκανικούς Πολέμους
Μέσα από τις στήλες του κυπριακού λογοτεχνικού περιοδικού «ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» που εκδιδόταν από το 1934 μέχρι το 1956, σταχυολογούμε, στο τεύχος ΙΕ  του 1950,  ένα σημαντικό για τη Λεμεσό και τους πνευματικούς της ανθρώπους, άρθρο του επιφανούς πνευματικού τέκνου της, Νικόλαου Κλ. Λανίτη(1872-1958).
Πολυσχιδής και πολυσύνθετη προσωπικότητα, μια από τις μεγαλύτερες του 20ου αιώνα σ αυτή την πόλη, έζησε τη σύγχρονη ιστορία της και συνέβαλε δραστικά στη περήφανη διαμόρφωση της.
Επιφανής δικηγόρος, δημοτικός σύμβουλος, βουλευτής, εθνικός αγωνιστής, εθελοντής στους βαλκανικούς πολέμους, αθλητοπατέρας κυριολεκτικά και μεταφορικά,( υπήρξε από τους ιδρυτές του ΓΣΟ και πρόεδρος του για πολλά χρόνια, πατέρας της μεγαλύτερης κυπρίας αθλήτριας Δομνίτσας  Λανίτου), εκ των πρωτεργατών της λαϊκής εξέγερσης των Οκτωβριανών του 1931, εκτοπίστηκε στην επαρχία και εξορίστηκε στη συνέχεια στην Ελλάδα. Συγγραφέας πολλών επιστημονικών και ιστορικών βιβλίων για την Κύπρο και τη Λεμεσό.
Στο κείμενο του στα  «Κυπριακά Γράμματα» που ακολουθεί περιγράφει με γλαφυρότητα και μεγάλη συντομία αλλά και με γλαφυρότητα -και χιούμορ ενίοτε- την πνευματική ζωή της Λεμεσού  από την Αγγλοκρατία μέχρι  τις πρώτες δεκαετίες του  20ου αιώνα, όπως την έζησε και ο ίδιος αλλά και συνέβαλε όπως είπαμε στη διαμόρφωση της:
«Ζητούν την συμβολήν μου τα «Κυπριακά Γράμματα» και ο τόσο καλός και ευγενικός διευθυντής των δια να  με διευκολύνη μου υποδεικνύει και το θέμα: «Αναμνήσεις»! Αλλοίμονον! Είναι μια υπόμνησις του γήρατος και εγώ θέλω να πιστεύω πως ζω ακόμη την περασμένην ζωήν και πως έχω να προσθέσω ακόμη κάποιες σελίδες σ' αυτήν. Και όμως είναι τόσον θελκτικόν εις αυτήν την ηλικίαν να στρέψη κανείς τον νουν του προς τα περασμένα, τα μάκρυνα περασμένα, που αφήνω ευχάριστα την σκέψιν μου να στραφή εξήντα και πλέον χρόνια πίσω.
Τον Ιούλιον του 1887 επήγαινα για πρώτη φορά, παιδί 14 χρόνων, στας Αθήνας, δια να καταταχθώ στο Γυμνάσιον, το Βαρβάκειον. Δυο στενοί συγγε­νείς μου και αχώριστοι παιδικοί φίλοι άνοιξαν τα πρώτα βήματα της ζωής μου, ο Γιώργος Φραγκούδης και ο Σίμος Μενάρδος. Ο πρώτος, δυνατός πεζοπό­ρος, φίλος του υπαίθρου και της γυμναστικής, ο δεύτερος συνεχιστής των Ελ­ληνικών παραδόσεων εις τον δρόμον του πνεύματος και
της επιστήμης. Εμείναμεν αχώριστοι εις όλην μας την ζωήν.  Όταν ο Σίμος, αριστούχος δύο επιστημών, της φιλολογίας και της νομικής, ήλθε στην Λεμεσόν, ανοίξαμε μαζί συνεταιρικόν «Δικηγορικόν Γραφείον Λανίτη και Μενάρδου». Εμοιράσαμεν την εργασίαν. Ό Σίμος επήρεν «εκ προθέσεως» τα λεγόμενα «πολιτικά», δηλ. χωραφοδουλειές, όπως έλεγαν οι πρακτικοί δικηγόροι της εποχής. Και διεξήγοντο συχνά οι έξης διάλογοι μεταξύ πελάτου και δικηγόρου, ειδικού, βλέπετε, δια τές χωραφοδουλειές:
—«Το χωράφι μου είναι στην τοποθεσίαν Βούππα».
—«Πώς το είπες; Βούππα; Μια στιγμή».
Ό Μενάρδος έπαιρνε το δευτεράκι του, εσημείωνε και άφηρείτο αναζη­τών την ετυμολογίαν. Αλλ' ο πελάτης εβιάζετο.
—«Βούππα, αφεντικό, που πάνω που την Άλασαν». —«΄Αλασα. Μια στιγμή.  Άλασα, Αλασία». —« Όχι αφεντικό.  Αλασία,  Άλασα».
Ό Μενάρδος εσηκώνετο, επερπατουσε εις το ευρύχωρον γραφείον, πα­ραπλεύρως της αστυνομίας, και ο χωρικός διέκοπτε τον ειρμόν των σκέψεων του.
—«΄Ιντα δκιαλοΐζεσαι, αφεντικό, η δουλειά εν κερδισμένη» !
Μετά 2—3 χρόνια ο συνεταιρισμός διελύθη. Ο Μενάρδος, βαδίζων δια της Βούππας και της  ΄Αλασας, ανήλθεν εις τας υψηλοτέρας πνευματικάς θέσεις των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και των Αθηνών. Εγράφαμε μαζύ εις την «'Αλήθειαν» του
Δημήτριος Νικολαΐδης-Λανίτης
Αριστοτέλους Παλαιολόγου, και κατόπιν του Μενελάου Φραγκούδη, ιδίως το «Δελτίον» υπό το όνομα «Δελτιογράφος». Είμεθα κατά τον Μποερικόν Πόλεμον υπέρ των Μποέρων.  Ένα δελτίον του δια τον «Τραπεζορήτορα της Βιρμιγχάμης», τον Ιωσήφ Τσάμπερλαιν, έμεινε ιστορικόν.
Είχαμε ευρύν φιλολογικόν κύκλον τότε εις την Λεμεσόν, η οποία είχεν παλαιοτέρας παραδόσεις. ΄Ητο τότε η Λεμεσός και το πολιτικόν και το πνευ­ματικόν κέντρον της νήσου. Ενθυμούμαι με συγκίνησιν τους λογίους των παι­δικών μου χρόνων. Ενθυμούμαι την εντύπωσιν από τας πρώτας ομιλίας της εποχής εκείνης. Εξαιρετικός ομιλητής ήταν ο Δημήτριος Νικολαΐδης Λανίτης, μαθητής του Κωνσταντίνου Ασωπίου. Μετά τον θάνατον εξεδόθησαν οι λό­γοι του. Πύρινοι λόγοι εις αμιγή καθαρεύουσαν.  Ήταν ο πρώτος διευθυντής της  Ανωτέρας Ελληνικής Σχολής Λεμεσού. Οι λόγοι του ήσαν αι κραυγαί του Σόλωνος προς του 'Αθηναίους, του Τυρταίου ήσαν οι στίχοι, του Φερραίου τα θούρια. Ο Δημήτριος, ο δάσκαλος βουλευτής Λεμεσού, έπεσεν επί των επάλξεων. Μεταβαίνων εις Λευκωσίαν διά το Νομοθετικόν ησθένησε καθ' οδόν και απέθανεν εν Λάρνακι.  Ήμην τότε μαθητής του Βαρβακείου εις τας Αθήνας.  Όταν μετά την μακράν απουσίαν μου επανήλθον εις Κύπρον ανεδίφησα παλαιά χαρτιά. Ευρήκα ένα γράμμα μου προς τους γονείς μου. ΄Ηρχιζεν έτσι: «Τεθλιμμένοι γονείς μου. Εκομισάμην την υμετέραν επιστολήν δι' ής μοι ανεκοινούτο, ότι το δρέπανον του θανάτου αφήρπασε τον θείον μου...»
 
 «Ονούφριος Ιασωνίδης,
 λόγιος απεριορίστου
 εκκεντρικότητος»
Ήτο η δευτέρα θλίψις που μου επροξένησε, μετά 69 χρόνια, ο θάνατος του θείου μου, η γλώσσα αυτής της επιστολής.
Περιέργους τύπους λογίων και μορφωμένων ανθρώπων είχε τότε η Λε­μεσός. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Ονούφριος Ιασωνίδης, λόγιος απεριορίστου εκκεντρικότητος. Είχε σπουδάσει εις την Οξφόρδην και προσεπάθει ν' αποδώση τα σονέτα του Σαίξπηρ εις αμιγή καθαρεύουσαν. Όταν μια φορά εδιάβασε τας μεταφράσεις του, εις τον Παρνασσόν, ο μακαρίτης ο Νίκος Λάσκα­ρης, εις των ευφυέστερων Ελλήνων της εποχής, μ' επλησίασε με σοβαρότητα και μου είπε: «Δεν μου λες, Λανίτη, τί του έκαμεν ο κακομοίρης ο Σαίξπηρ του Ιασωνίδη;»  Έκαμεν  ένα είδος πύργου στην Λεμεσόν και έμεινε μόνος μέχρι του θανάτου του. Κατεγίνετο και εις την ζωγραφικήν. Ο Εσταυρωμένος της Αγίας Νάπας είναι έργον του.  Όταν ετελείωσεν εκάλεσε τον ανεψιόν του Κλέωνα Περιστιάνην, και εζήτησε την γνώμην του. Και ο Κλέων με σοβαρό­τητα μεγάλου κριτικού του απήντησεν, ατενίζων το έργον: «θείε μου δεν του έφθαναν τόσα παθήματα του Χρίστου, ήταν ανάγκη να του πρόσθεσης και άλλο;». Είχεν επιτύχει μια φορά ως βουλευτής με αντίπαλον τον μακαρίτην Γεώργιον Παυλίδην, τον οποίον υπεστήριζα με πολλούς Λεμεσιανούς. Τον Ιασωνίδην υπεστήριζαν οι αγρόται εξ ευγνωμοσύνης προς την πάλαιαν οικογένειαν, η οποία ηγόραζε τες κουμανδαρίες της Πιτσιλιάς. Ο Ιασωνίδης εξέδωκε νικητήριον προκήρυξιν «Το πνεύμα, κύριοι, ενίκησε την ύλην». Εγώ είχα τότε παρατηρήσει, ότι ήτο τυπογραφικόν λάθος: «Το οινόπνευμα ενίκησε». Διεκόψαμεν τας σχέσεις μέχρι του θανάτου, του. Δεν ξεύρω τί απέγιναν τα χειρόγραφα του. Είχε συλλογάς ποιημάτων ερωτικών, πολιτικών και μετα­φράσεις. Μερικά είχαν δημοσιευθή εις την «Σάλπιγγα» του Χουρμουζίου.
 Στο επόμενο το δεύτερο και τελευταίο μέρος